προτίμα

προτίμα
προτίμᾱ , προτιμάω
honour
pres imperat act 2nd sg
προτί̱μᾱ , προτιμάω
honour
pres imperat act 2nd sg
προτίμᾱ , προτιμάω
honour
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
προτί̱μᾱ , προτιμάω
honour
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προτιμᾷ — προτιμάω honour pres subj mp 2nd sg προτιμάω honour pres ind mp 2nd sg (epic) προτιμάω honour pres subj act 3rd sg προτιμάω honour pres ind act 3rd sg (epic) προτῑμᾷ , προτιμάω honour pres subj mp 2nd sg προτῑμᾷ , προτιμάω honour pres ind mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτιμᾶι — προτιμᾷ , προτιμάω honour pres subj mp 2nd sg προτιμᾷ , προτιμάω honour pres ind mp 2nd sg (epic) προτιμᾷ , προτιμάω honour pres subj act 3rd sg προτιμᾷ , προτιμάω honour pres ind act 3rd sg (epic) προτῑμᾷ , προτιμάω honour pres subj mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτιμάσθω — προτιμά̱σθω , προτιμάω honour pres imperat mp 3rd sg προτῑμά̱σθω , προτιμάω honour pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτιμάσθωσαν — προτιμά̱σθωσαν , προτιμάω honour pres imperat mp 3rd pl προτῑμά̱σθωσαν , προτιμάω honour pres imperat mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτιμάτω — προτιμά̱τω , προτιμάω honour pres imperat act 3rd sg προτῑμά̱τω , προτιμάω honour pres imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ρείκι — Φυτό του βοτανικού γένους Ερείκη, της σημαντικής οικογένειας των Ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο κοινά είδη της ελληνικής χλωρίδας, που είναι και τα πιο γνωστά της οικογένειας, είναι ερείκη η σαρκόχροη και ερείκη η δενδρώδης. Η πρώτη είναι… …   Dictionary of Greek

  • τίγρη — (panthera tigris). Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων, είναι ο μεγαλύτερος ζωντανός εκπρόσωπος. Τα αρσενικά, περισσότερο ανεπτυγμένα, έχουν ύψος έως το ακρώμιο περίπου ένα μ., μπορούν να φτάσουν συνολικό μήκος… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • ιαγουάρος ή τζάγκουαρ — Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Το σώμα του, μήκους 1,50 2 μ., είναι ευκίνητο και ρωμαλέο, το τρίχωμά του έχει χρώμα ανοιχτό ή σκούρο ξανθό στη ράχη και στα πλευρά, λευκό στην άκρη του ρύγχους και στα κατώτερα άκρα, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”